κοινωνιστικός

κοινωνιστικός
η , ό[ν] социалистический; коммунистический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κοινωνιστικός" в других словарях:

  • κοινωνιστικός — ή, ό (παλαιός όρος) 1. σοσιαλιστικός* 2. φρ. «κοινωνιστική οργάνωση» (κοινων.) οργάνωση που εφαρμόζει στην πράξη τον κοινωνισμό με συγκεντρωτική ή αποκεντρωτική μορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινωνιστής. Απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. socialiste ως επιθέτου… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»